- θρασίμι
- και θνασίμι και χρασίμι, το1. ψοφίμι2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. -ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ' άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»].
Dictionary of Greek. 2013.